- κλειστῷ
- κλειστόςthat can be shutmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προτού — προτοῡ ΝΑ (σύνδ. χρον.) πριν από (α. «άναβε το λυχνάρι σου προτού να σε βρει η νύχτα», παροιμ. θ. «ξυπνάει προτού χαράξει» γ. «προτοῡ ἐγκλεισθῶ» προτού αποχωρίσω από τον κόσμο και κλειστώ σε μοναστήρι, Μόσχ. Ι. δ. «ξύμμαχοί τε γὰρ οὐδενὸς πω ἐν… … Dictionary of Greek
ξηραντήρες — Συσκευές στις οποίες γίνεται η ξήρανση των στερεών ουσιών. Η αρχή της λειτουργίας τους συνίσταται στην επαφή του υλικού με θερμό αέρα, σε θερμοκρασία λιγότερο ή περισσότερο υψηλή, και στη διοχέτευση, στο εσωτερικό της συσκευής, του θερμού ακόμα… … Dictionary of Greek